Definify.com

Definition 2024


ανεκδοτογραφικέ

ανεκδοτογραφικέ

Greek

Adjective

ανεκδοτογραφικέ (anekdotografiké)

  1. Vocative masculine singular form of ανεκδοτογραφικός (anekdotografikós).