Definify.com
Definition 2024
ανεκδοτογραφικός
ανεκδοτογραφικός
Greek
Adjective
ανεκδοτογραφικός • (anekdotografikós) m (feminine ανεκδοτογραφική, neuter ανεκδοτογραφικό)
Declension
positive forms of ανεκδοτογραφικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεκδοτογραφικός | ανεκδοτογραφική | ανεκδοτογραφικό | ανεκδοτογραφικοί | ανεκδοτογραφικές | ανεκδοτογραφικά |
genitive | ανεκδοτογραφικού | ανεκδοτογραφικής | ανεκδοτογραφικού | ανεκδοτογραφικών | ανεκδοτογραφικών | ανεκδοτογραφικών |
accusative | ανεκδοτογραφικό | ανεκδοτογραφική | ανεκδοτογραφικό | ανεκδοτογραφικούς | ανεκδοτογραφικές | ανεκδοτογραφικά |
vocative | ανεκδοτογραφικέ | ανεκδοτογραφική | ανεκδοτογραφικό | ανεκδοτογραφικοί | ανεκδοτογραφικές | ανεκδοτογραφικά |
Related terms
- see: ανέκδοτο n (anékdoto, “anecdote”)