Definify.com
Definition 2024
ανεκδοτογραφικές
ανεκδοτογραφικές
Greek
Adjective
ανεκδοτογραφικές • (anekdotografikés)
- Nominative feminine plural form of ανεκδοτογραφικός (anekdotografikós).
- Accusative feminine plural form of ανεκδοτογραφικός (anekdotografikós).
- Vocative feminine plural form of ανεκδοτογραφικός (anekdotografikós).