Definify.com

Definition 2024


ανεκδοτογραφικοί

ανεκδοτογραφικοί

Greek

Adjective

ανεκδοτογραφικοί (anekdotografikoí)

  1. Nominative masculine plural form of ανεκδοτογραφικός (anekdotografikós).
  2. Vocative masculine plural form of ανεκδοτογραφικός (anekdotografikós).