Definify.com
Definition 2025
ανεκδοτολογικός
ανεκδοτολογικός
Greek
Adjective
ανεκδοτολογικός • (anekdotologikós) m (feminine ανεκδοτολογική, neuter ανεκδοτολογικό)
Declension
positive forms of ανεκδοτολογικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ανεκδοτολογικός | ανεκδοτολογική | ανεκδοτολογικό | ανεκδοτολογικοί | ανεκδοτολογικές | ανεκδοτολογικά |
| genitive | ανεκδοτολογικού | ανεκδοτολογικής | ανεκδοτολογικού | ανεκδοτολογικών | ανεκδοτολογικών | ανεκδοτολογικών |
| accusative | ανεκδοτολογικό | ανεκδοτολογική | ανεκδοτολογικό | ανεκδοτολογικούς | ανεκδοτολογικές | ανεκδοτολογικά |
| vocative | ανεκδοτολογικέ | ανεκδοτολογική | ανεκδοτολογικό | ανεκδοτολογικοί | ανεκδοτολογικές | ανεκδοτολογικά |
Related terms
- ανέκδοτο n (anékdoto, “anecdote”)