Definify.com
Definition 2024
ανεμοδείκτης
ανεμοδείκτης
Greek
Alternative forms
- ανεμοδείχτης m (anemodeíchtis)
Noun
ανεμοδείκτης • (anemodeíktis) m (plural ανεμοδείκτες)
Declension
declension of ανεμοδείκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανεμοδείκτης | ανεμοδείκτες |
genitive | ανεμοδείκτη | ανεμοδεικτών |
accusative | ανεμοδείκτη | ανεμοδείκτες |
vocative | ανεμοδείκτη | ανεμοδείκτες |
Related terms
- ανεμόμετρο n (anemómetro, “anemometer”)