Definify.com

Definition 2024


ανεμοδείχτης

ανεμοδείχτης

Greek

Noun

ανεμοδείχτης (anemodeíchtis) m (plural ανεμοδείχτες)

  1. Alternative form of ανεμοδείκτης (anemodeíktis)

Declension