Definify.com
Definition 2024
ανεξάρτητα
ανεξάρτητα
Greek
Adverb
ανεξάρτητα • (anexártita)
Adjective
ανεξάρτητα • (anexártita)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of ανεξάρτητος (anexártitos).
ανεξάρτητα • (anexártita)
ανεξάρτητα • (anexártita)