Definify.com
Definition 2024
ανεξάρτητος
ανεξάρτητος
Greek
Adjective
ανεξάρτητος • (anexártitos) m (feminine ανεξάρτητη, neuter ανεξάρτητο)
Declension
positive forms of ανεξάρτητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξάρτητος | ανεξάρτητη | ανεξάρτητο | ανεξάρτητοι | ανεξάρτητες | ανεξάρτητα |
genitive | ανεξάρτητου | ανεξάρτητης | ανεξάρτητου | ανεξάρτητων | ανεξάρτητων | ανεξάρτητων |
accusative | ανεξάρτητο | ανεξάρτητη | ανεξάρτητο | ανεξάρτητους | ανεξάρτητες | ανεξάρτητα |
vocative | ανεξάρτητε | ανεξάρτητη | ανεξάρτητο | ανεξάρτητοι | ανεξάρτητες | ανεξάρτητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεξάρτητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεξάρτητος, etc.) |
Related terms
- ανεξάρτητα (anexártita, “independently”)
- ανεξαρτήτως (anexartítos, “irrespective of, ignoring”)