Definify.com
Definition 2024
ανθρωπιστική
ανθρωπιστική
Greek
Adjective
ανθρωπιστική • (anthropistikí)
- Nominative feminine singular form of ανθρωπιστικός (anthropistikós).
- Accusative feminine singular form of ανθρωπιστικός (anthropistikós).
- Vocative feminine singular form of ανθρωπιστικός (anthropistikós).