Definify.com
Definition 2024
ανθρωπιστικός
ανθρωπιστικός
Greek
Adjective
ανθρωπιστικός • (anthropistikós) m (feminine ανθρωπιστική, neuter ανθρωπιστικό)
- humanistic
- ανθρωπιστικές σπουδές - humanistic studies
- humanitarian, compassionate
- ανθρωπιστική βοήθεια - humanitarian aid
Declension
positive forms of ανθρωπιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθρωπιστικός | ανθρωπιστική | ανθρωπιστικό | ανθρωπιστικοί | ανθρωπιστικές | ανθρωπιστικά |
genitive | ανθρωπιστικού | ανθρωπιστικής | ανθρωπιστικού | ανθρωπιστικών | ανθρωπιστικών | ανθρωπιστικών |
accusative | ανθρωπιστικό | ανθρωπιστική | ανθρωπιστικό | ανθρωπιστικούς | ανθρωπιστικές | ανθρωπιστικά |
vocative | ανθρωπιστικέ | ανθρωπιστική | ανθρωπιστικό | ανθρωπιστικοί | ανθρωπιστικές | ανθρωπιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανθρωπιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανθρωπιστικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθρωπιστικότερος | ανθρωπιστικότερη | ανθρωπιστικότερο | ανθρωπιστικότεροι | ανθρωπιστικότερες | ανθρωπιστικότερα |
genitive | ανθρωπιστικότερου | ανθρωπιστικότερης | ανθρωπιστικότερου | ανθρωπιστικότερων | ανθρωπιστικότερων | ανθρωπιστικότερων |
accusative | ανθρωπιστικότερο | ανθρωπιστικότερη | ανθρωπιστικότερο | ανθρωπιστικότερους | ανθρωπιστικότερες | ανθρωπιστικότερα |
vocative | ανθρωπιστικότερε | ανθρωπιστικότερη | ανθρωπιστικότερο | ανθρωπιστικότεροι | ανθρωπιστικότερες | ανθρωπιστικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανθρωπιστικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθρωπιστικότατος | ανθρωπιστικότατη | ανθρωπιστικότατο | ανθρωπιστικότατοι | ανθρωπιστικότατες | ανθρωπιστικότατα |
genitive | ανθρωπιστικότατου | ανθρωπιστικότατης | ανθρωπιστικότατου | ανθρωπιστικότατων | ανθρωπιστικότατων | ανθρωπιστικότατων |
accusative | ανθρωπιστικότατο | ανθρωπιστικότατη | ανθρωπιστικότατο | ανθρωπιστικότατους | ανθρωπιστικότατες | ανθρωπιστικότατα |
vocative | ανθρωπιστικότατε | ανθρωπιστικότατη | ανθρωπιστικότατο | ανθρωπιστικότατοι | ανθρωπιστικότατες | ανθρωπιστικότατα |
Related terms
- ανθρωπισμός (anthropismós)
- ανθρωπιστής (anthropistís)
- ανθρωπιστικά (anthropistiká)