Definify.com

Definition 2024


ανθρωπιστικοί

ανθρωπιστικοί

Greek

Adjective

ανθρωπιστικοί (anthropistikoí)

  1. Nominative masculine plural form of ανθρωπιστικός (anthropistikós).
  2. Vocative masculine plural form of ανθρωπιστικός (anthropistikós).