Definify.com
Definition 2024
ανοικτό
ανοικτό
Greek
Adjective
ανοικτό • (anoiktó)
- Accusative masculine singular form of ανοικτός (anoiktós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of ανοικτός (anoiktós).
ανοικτό • (anoiktó)