Definify.com
Definition 2024
ανοικτός
ανοικτός
Greek
Adjective
ανοικτός • (anoiktós) m (feminine ανοικτή, neuter ανοικτό)
- Alternative form of ανοιχτός (anoichtós)
Declension
positive forms of ανοικτός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοικτός | ανοικτή | ανοικτό | ανοικτοί | ανοικτές | ανοικτά |
genitive | ανοικτού | ανοικτής | ανοικτού | ανοικτών | ανοικτών | ανοικτών |
accusative | ανοικτό | ανοικτή | ανοικτό | ανοικτούς | ανοικτές | ανοικτά |
vocative | ανοικτέ | ανοικτή | ανοικτό | ανοικτοί | ανοικτές | ανοικτά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοικτός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοικτός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοικτότερος | ανοικτότερη | ανοικτότερο | ανοικτότεροι | ανοικτότερες | ανοικτότερα |
genitive | ανοικτότερου | ανοικτότερης | ανοικτότερου | ανοικτότερων | ανοικτότερων | ανοικτότερων |
accusative | ανοικτότερο | ανοικτότερη | ανοικτότερο | ανοικτότερους | ανοικτότερες | ανοικτότερα |
vocative | ανοικτότερε | ανοικτότερη | ανοικτότερο | ανοικτότεροι | ανοικτότερες | ανοικτότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανοικτότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοικτότατος | ανοικτότατη | ανοικτότατο | ανοικτότατοι | ανοικτότατες | ανοικτότατα |
genitive | ανοικτότατου | ανοικτότατης | ανοικτότατου | ανοικτότατων | ανοικτότατων | ανοικτότατων |
accusative | ανοικτότατο | ανοικτότατη | ανοικτότατο | ανοικτότατους | ανοικτότατες | ανοικτότατα |
vocative | ανοικτότατε | ανοικτότατη | ανοικτότατο | ανοικτότατοι | ανοικτότατες | ανοικτότατα |