Definify.com
Definition 2025
ανοιξιάτικος
ανοιξιάτικος
Greek
Adjective
ανοιξιάτικος • (anoixiátikos) m (feminine ανοιξιάτικη, neuter ανοιξιάτικο)
- spring
- ανοιξιάτικα λουλούδια ― anoixiátika louloúdia ― spring flowers
Declension
positive forms of ανοιξιάτικος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ανοιξιάτικος | ανοιξιάτικη | ανοιξιάτικο | ανοιξιάτικοι | ανοιξιάτικες | ανοιξιάτικα |
| genitive | ανοιξιάτικου | ανοιξιάτικης | ανοιξιάτικου | ανοιξιάτικων | ανοιξιάτικων | ανοιξιάτικων |
| accusative | ανοιξιάτικο | ανοιξιάτικη | ανοιξιάτικο | ανοιξιάτικους | ανοιξιάτικες | ανοιξιάτικα |
| vocative | ανοιξιάτικε | ανοιξιάτικη | ανοιξιάτικο | ανοιξιάτικοι | ανοιξιάτικες | ανοιξιάτικα |