Definify.com

Definition 2024


ανοιξιάτικος

ανοιξιάτικος

Greek

Adjective

ανοιξιάτικος (anoixiátikos) m (feminine ανοιξιάτικη, neuter ανοιξιάτικο)

  1. spring
    ανοιξιάτικα λουλούδιαanoixiátika louloúdia ― spring flowers

Declension

Related terms