Definify.com
Definition 2024
ανοιχτήρι
ανοιχτήρι
Greek
Noun
ανοιχτήρι • (anoichtíri) n (plural ανοιχτήρια)
Declension
declension of ανοιχτήρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανοιχτήρι | ανοιχτήρια |
genitive | ανοιχτηριού | ανοιχτηριών |
accusative | ανοιχτήρι | ανοιχτήρια |
vocative | ανοιχτήρι | ανοιχτήρια |
Synonyms
- εκπώμαστρο n (ekpómastro)
See also
- τιρμπουσόν n (tirmpousón, “corkscrew”)
- ξεβουλωτήρι n (xevoulotíri, “plunger, unblocker”)