Definify.com
Definition 2024
αντίστροφος
αντίστροφος
Greek
Adjective
αντίστροφος • (antístrofos) m (feminine αντίστροφη, neuter αντίστροφο)
Declension
positive forms of αντίστροφος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντίστροφος | αντίστροφη | αντίστροφο | αντίστροφοι | αντίστροφες | αντίστροφα |
genitive | αντίστροφου | αντίστροφης | αντίστροφου | αντίστροφων | αντίστροφων | αντίστροφων |
accusative | αντίστροφο | αντίστροφη | αντίστροφο | αντίστροφους | αντίστροφες | αντίστροφα |
vocative | αντίστροφε | αντίστροφη | αντίστροφο | αντίστροφοι | αντίστροφες | αντίστροφα |
Derived terms
- αντίστροφα (antístrofa, “in the reverse direction”, adverb)
- αντίστροφος αριθμός m (antístrofos arithmós, “reciprocal number”)
- αντίστροφη μέτρηση f (antístrofi métrisi, “countdown”)