Definify.com

Definition 2024


αντίτυπο

αντίτυπο

Greek

Noun

αντίτυπο (antítypo) n (plural αντίτυπα)

  1. copy, issue, edition
    Αγόρασα ένα αντίτυπο της εφημερίδας μου σήμερα το πρωί.
    I bought a copy of my paper this morning.
  2. casting, replica, reproduction

Declension

See also