Definify.com

Definition 2024


Αντίχριστο

Αντίχριστο

Greek

Proper noun

Αντίχριστο (Antíchristo) m

  1. Accusative singular form of Αντίχριστος (Antíchristos).

αντίχριστο

αντίχριστο

Greek

Adjective

αντίχριστο (antíchristo)

  1. Accusative masculine singular form of αντίχριστος (antíchristos).
  2. Nominative neuter singular form of αντίχριστος (antíchristos).
  3. Accusative neuter singular form of αντίχριστος (antíchristos).
  4. Vocative neuter singular form of αντίχριστος (antíchristos).