Definify.com

Definition 2024


Ανταρκτική

Ανταρκτική

Greek

Proper noun

Ανταρκτική (Antarktikí) f

  1. Antarctica

Declension

Related terms

External links

ανταρκτική

ανταρκτική

Greek

Adjective

ανταρκτική (antarktikí)

  1. Nominative, accusative and vocative feminine singular form of ανταρκτικός (antarktikós).