Definify.com
Definition 2024
Ανταρκτική
Ανταρκτική
See also: ανταρκτική
Greek
Proper noun
Ανταρκτική • (Antarktikí) f
Declension
Declension of Ανταρκτική (Antarktikí)
singular | |
---|---|
nominative | Ανταρκτική |
genitive | Ανταρκτικής |
accusative | Ανταρκτική |
vocative | Ανταρκτική |
Related terms
- ανταρκτικός (antarktikós, “Antarctic”, adjective)
- Αρκτική f (Arktikí, “Arctic”)
External links
- Ανταρκτική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ανταρκτική
ανταρκτική
See also: Ανταρκτική
Greek
Adjective
ανταρκτική • (antarktikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of ανταρκτικός (antarktikós).