Definify.com
Definition 2024
Ανταρκτικής
Ανταρκτικής
See also: ανταρκτικής
Greek
Proper noun
Ανταρκτικής • (Antarktikís) f
- Genitive singular form of Ανταρκτική (Antarktikí).
ανταρκτικής
ανταρκτικής
See also: Ανταρκτικής
Greek
Adjective
ανταρκτικής • (antarktikís)
- Genitive feminine singular form of ανταρκτικός (antarktikós).