Definify.com
Definition 2024
αντασφαλίστρια
αντασφαλίστρια
Greek
Noun
αντασφαλίστρια • (antasfalístria) m (plural αντασφαλίστριες, masculine αντασφαλιστής)
Declension
declension of αντασφαλίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντασφαλίστρια | αντασφαλίστριες |
genitive | αντασφαλίστριας | αντασφαλιστριών |
accusative | αντασφαλίστρια | αντασφαλίστριες |
vocative | αντασφαλίστρια | αντασφαλίστριες |
Related terms
- see: αντασφαλιστής m (antasfalistís, “reinsurer”)