Definify.com

Definition 2024


αντασφαλιστής

αντασφαλιστής

Greek

Noun

αντασφαλιστής (antasfalistís) m (plural αντασφαλιστές, feminine αντασφαλίστρια)

  1. reinsurer

Declension

Related terms

  • αντασφάλεια f (antasfáleia, reinsurance)
  • αντασφάλιση f (antasfálisi, reinsurance)
  • αντασφαλίζω (antasfalízo, to reinsure)
  • αντασφαλιστικός (antasfalistikós, related to reinsurance)