Definify.com
Definition 2024
αντιγραμματικός
αντιγραμματικός
Greek
Adjective
αντιγραμματικός • (antigrammatikós) m (feminine αντιγραμματική, neuter αντιγραμματικό)
Declension
positive forms of αντιγραμματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιγραμματικός | αντιγραμματική | αντιγραμματικό | αντιγραμματικοί | αντιγραμματικές | αντιγραμματικά |
genitive | αντιγραμματικού | αντιγραμματικής | αντιγραμματικού | αντιγραμματικών | αντιγραμματικών | αντιγραμματικών |
accusative | αντιγραμματικό | αντιγραμματική | αντιγραμματικό | αντιγραμματικούς | αντιγραμματικές | αντιγραμματικά |
vocative | αντιγραμματικέ | αντιγραμματική | αντιγραμματικό | αντιγραμματικοί | αντιγραμματικές | αντιγραμματικά |
Antonyms
- γραμματικός (grammatikós)