Definify.com
Definition 2024
αντιδάνειο
αντιδάνειο
Greek
Noun
αντιδάνειο • (antidáneio) n (plural αντιδάνεια)
- (linguistics) reborrowing (word taken back from another language)
Declension
declension of αντιδάνειο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιδάνειο | αντιδάνεια |
genitive | αντιδάνειου / αντιδανείου | αντιδάνειων / αντιδανείων |
accusative | αντιδάνειο | αντιδάνεια |
vocative | αντιδάνειο | αντιδάνεια |
Synonyms
Related terms
- δάνειο n (dáneio, “loanword, borrowing”)