Definify.com
Definition 2024
δάνειο
δάνειο
Greek
Noun
δάνειο • (dáneio) n (plural δάνεια)
- (finance) loan
- (linguistics) loanword
Declension
declension of δάνειο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δάνειο | δάνεια |
genitive | δανείου | δανείων |
accusative | δάνειο | δάνεια |
vocative | δάνειο | δάνεια |
Related terms
- αντιδάνειο n (antidáneio, “reborrowing”)
- μεταφραστικό δάνειο n (metafrastikó dáneio, “calque, loan translation”)
- abbreviated to: μτφρδ. (mtfrd.)
- στεγαστικό δάνειο n (stegastikó dáneio, “home loan”)