Definify.com

Definition 2024


στεγαστικό_δάνειο

στεγαστικό δάνειο

Greek

Noun

στεγαστικό δάνειο (stegastikó dáneio) f (plural στεγαστικά δάνεια)

  1. (finance) housing loan, home loan

Declension

see: στεγαστικός (stegastikós) and δάνειο (dáneio)