Definify.com
Definition 2024
αντιδραστικοί
αντιδραστικοί
Greek
Adjective
αντιδραστικοί • (antidrastikoí)
- Nominative and vocative masculine plural form of αντιδραστικός (antidrastikós).
Noun
αντιδραστικοί • (antidrastikoí) m
- Nominative and vocative plural form of αντιδραστικός (antidrastikós).