Definify.com

Definition 2024


αντιδραστικός

αντιδραστικός

Greek

Adjective

αντιδραστικός (antidrastikós) m (feminine αντιδραστική, neuter αντιδραστικό)

  1. reactionary

Declension

Noun

αντιδραστικός (antidrastikós) m (plural αντιδραστικοί)

  1. reactionary

Declension

Related terms