Definify.com
Definition 2024
δραστικός
δραστικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /ðrastikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /ðrastikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /ðɾastikós/
Adjective
δραστικός • (drastikós) m (feminine δραστική, neuter δραστικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of δραστικός, δραστική, δραστικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | δραστικός | δραστική | δραστικόν | δραστικώ | δραστικᾱ́ | δραστικώ | δραστικοί | δραστικαί | δραστικᾰ́ | |||
Genitive | δραστικοῦ | δραστικῆς | δραστικοῦ | δραστικοῖν | δραστικαῖν | δραστικοῖν | δραστικῶν | δραστικῶν | δραστικῶν | |||
Dative | δραστικῷ | δραστικῇ | δραστικῷ | δραστικοῖν | δραστικαῖν | δραστικοῖν | δραστικοῖς | δραστικαῖς | δραστικοῖς | |||
Accusative | δραστικόν | δραστικήν | δραστικόν | δραστικώ | δραστικᾱ́ | δραστικώ | δραστικούς | δραστικᾱ́ς | δραστικᾰ́ | |||
Vocative | δραστικέ | δραστική | δραστικόν | δραστικώ | δραστικᾱ́ | δραστικώ | δραστικοί | δραστικαί | δραστικᾰ́ | |||
References
- δραστικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «δραστικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «δραστικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)
Greek
Adjective
δραστικός • (drastikós) m
- efficacious, potent
- (medical term) drastic
Declension
positive forms of δραστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δραστικός | δραστική | δραστικό | δραστικοί | δραστικές | δραστικά |
genitive | δραστικού | δραστικής | δραστικού | δραστικών | δραστικών | δραστικών |
accusative | δραστικό | δραστική | δραστικό | δραστικούς | δραστικές | δραστικά |
vocative | δραστικέ | δραστική | δραστικό | δραστικοί | δραστικές | δραστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δραστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δραστικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δραστικότερος | δραστικότερη | δραστικότερο | δραστικότεροι | δραστικότερες | δραστικότερα |
genitive | δραστικότερου | δραστικότερης | δραστικότερου | δραστικότερων | δραστικότερων | δραστικότερων |
accusative | δραστικότερο | δραστικότερη | δραστικότερο | δραστικότερους | δραστικότερες | δραστικότερα |
vocative | δραστικότερε | δραστικότερη | δραστικότερο | δραστικότεροι | δραστικότερες | δραστικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δραστικότερος", etc) |