Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αντικατοπτρισμέ
αντικατοπτρισμέ
Greek
Noun
αντικατοπτρισμέ
•
(
antikatoptrismé
)
m
Vocative
singular
form of
αντικατοπτρισμός
(
antikatoptrismós
)
.
Similar Results