Definify.com
Definition 2025
αντικατοπτρισμός
αντικατοπτρισμός
Greek
Noun
αντικατοπτρισμός • (antikatoptrismós) m (plural αντικατοπτρισμοί)
Declension
declension of αντικατοπτρισμός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αντικατοπτρισμός | αντικατοπτρισμοί |
| genitive | αντικατοπτρισμού | αντικατοπτρισμών |
| accusative | αντικατοπτρισμό | αντικατοπτρισμούς |
| vocative | αντικατοπτρισμέ | αντικατοπτρισμοί |