Definify.com

Definition 2024


αντικατοπτρισμοί

αντικατοπτρισμοί

Greek

Noun

αντικατοπτρισμοί (antikatoptrismoí) m

  1. Nominative plural form of αντικατοπτρισμός (antikatoptrismós).
  2. Vocative plural form of αντικατοπτρισμός (antikatoptrismós).