Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αντισταθμίστηκα
αντισταθμίστηκα
Greek
Verb
αντισταθμίστηκα
•
(
antistathmístika
)
first-person singular
simple past
of
αντισταθμίζομαι
(
antistathmízomai
)
Similar Results