Definify.com

Definition 2024


αντισταθμίζομαι

αντισταθμίζομαι

Greek

Verb

αντισταθμίζομαι (antistathmízomai) (simple past αντισταθμίστηκα, active form αντισταθμίζω)

  1. passive of αντισταθμίζω (antistathmízo)

Conjugation