Definify.com
Definition 2024
αντισταθμίζω
αντισταθμίζω
Greek
Verb
αντισταθμίζω • (antistathmízo) (simple past αντιστάθμισα, passive form αντισταθμίζομαι)
- counterbalance, make to balance
- (finance) make to balance (a budget or balance sheet)
Conjugation
αντισταθμίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αντισταθμίζω | αντιστάθμιζα | θα αντισταθμίζω | να αντισταθμίζω | |
2s | αντισταθμίζεις | αντιστάθμιζες | θα αντισταθμίζεις | να αντισταθμίζεις | αντιστάθμιζε |
3s | αντισταθμίζει | αντιστάθμιζε | θα αντισταθμίζει | να αντισταθμίζει | |
1p | αντισταθμίζουμε, αντισταθμίζομε | αντισταθμίζαμε | θα αντισταθμίζουμε, αντισταθμίζομε | να αντισταθμίζουμε, αντισταθμίζομε | |
2p | αντισταθμίζετε | αντισταθμίζατε | θα αντισταθμίζετε | να αντισταθμίζετε | αντισταθμίζετε |
3p | αντισταθμίζουν, αντισταθμίζουνε | αντιστάθμιζαν, αντισταθμίζαν, αντισταθμίζανε | θα αντισταθμίζουν, αντισταθμίζουνε | να αντισταθμίζουν, αντισταθμίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αντισταθμίσω | αντιστάθμισα | θα αντισταθμίσω | να αντισταθμίσω | |
2s | αντισταθμίσεις | αντιστάθμισες | θα αντισταθμίσεις | να αντισταθμίσεις | αντιστάθμισε |
3s | αντισταθμίσει | αντιστάθμισε | θα αντισταθμίσει | να αντισταθμίσει | |
1p | αντισταθμίσουμε, αντισταθμίσομε | αντισταθμίσαμε | θα αντισταθμίσουμε, αντισταθμίσομε | να αντισταθμίσουμε, αντισταθμίσομε | |
2p | αντισταθμίσετε | αντισταθμίσατε | θα αντισταθμίσετε | να αντισταθμίσετε | αντισταθμίστε |
3p | αντισταθμίσουν, αντισταθμίσουνε | αντιστάθμισαν, αντισταθμίσαν, αντισταθμίσανε | θα αντισταθμίσουν, αντισταθμίσουνε | να αντισταθμίσουν, αντισταθμίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αντισταθμίσει | είχα αντισταθμίσει | θα έχω αντισταθμίσει | να έχω αντισταθμίσει | |
2s | έχεις αντισταθμίσει | είχες αντισταθμίσει | θα έχεις αντισταθμίσει | να έχεις αντισταθμίσει | |
3s | έχει αντισταθμίσει | είχε αντισταθμίσει | θα έχει αντισταθμίσει | να έχει αντισταθμίσει | |
1p | έχουμε αντισταθμίσει | είχαμε αντισταθμίσει | θα έχουμε αντισταθμίσει | να έχουμε αντισταθμίσει | |
2p | έχετε αντισταθμίσει | είχατε αντισταθμίσει | θα έχετε αντισταθμίσει | να έχετε αντισταθμίσει | |
3p | έχουν αντισταθμίσει | είχαν αντισταθμίσει | θα έχουν αντισταθμίσει | να έχουν αντισταθμίσει | |
Participle: | αντισταθμίζοντας | Non-finite ‡ | αντισταθμίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- ισοσκελίζω (isoskelízo, “to balance”)