Definify.com
Definition 2024
ισοσκελίζω
ισοσκελίζω
Greek
Verb
ισοσκελίζω • (isoskelízo) (simple past ισοσκέλισα)
- (finance) balance (a budget or balance sheet)
Conjugation
ισοσκελίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ισοσκελίζω | ισοσκέλιζα | θα ισοσκελίζω | να ισοσκελίζω | |
2s | ισοσκελίζεις | ισοσκέλιζες | θα ισοσκελίζεις | να ισοσκελίζεις | ισοσκέλιζε |
3s | ισοσκελίζει | ισοσκέλιζε | θα ισοσκελίζει | να ισοσκελίζει | |
1p | ισοσκελίζουμε, ισοσκελίζομε | ισοσκελίζαμε | θα ισοσκελίζουμε, ισοσκελίζομε | να ισοσκελίζουμε, ισοσκελίζομε | |
2p | ισοσκελίζετε | ισοσκελίζατε | θα ισοσκελίζετε | να ισοσκελίζετε | ισοσκελίζετε |
3p | ισοσκελίζουν, ισοσκελίζουνε | ισοσκέλιζαν, ισοσκελίζαν, ισοσκελίζανε | θα ισοσκελίζουν, ισοσκελίζουνε | να ισοσκελίζουν, ισοσκελίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ισοσκελίσω | ισοσκέλισα | θα ισοσκελίσω | να ισοσκελίσω | |
2s | ισοσκελίσεις | ισοσκέλισες | θα ισοσκελίσεις | να ισοσκελίσεις | ισοσκέλισε |
3s | ισοσκελίσει | ισοσκέλισε | θα ισοσκελίσει | να ισοσκελίσει | |
1p | ισοσκελίσουμε, ισοσκελίσομε | ισοσκελίσαμε | θα ισοσκελίσουμε, ισοσκελίσομε | να ισοσκελίσουμε, ισοσκελίσομε | |
2p | ισοσκελίσετε | ισοσκελίσατε | θα ισοσκελίσετε | να ισοσκελίσετε | ισοσκελίστε |
3p | ισοσκελίσουν, ισοσκελίσουνε | ισοσκέλισαν, ισοσκελίσαν, ισοσκελίσανε | θα ισοσκελίσουν, ισοσκελίσουνε | να ισοσκελίσουν, ισοσκελίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ισοσκελίσει | είχα ισοσκελίσει | θα έχω ισοσκελίσει | να έχω ισοσκελίσει | |
2s | έχεις ισοσκελίσει | είχες ισοσκελίσει | θα έχεις ισοσκελίσει | να έχεις ισοσκελίσει | |
3s | έχει ισοσκελίσει | είχε ισοσκελίσει | θα έχει ισοσκελίσει | να έχει ισοσκελίσει | |
1p | έχουμε ισοσκελίσει | είχαμε ισοσκελίσει | θα έχουμε ισοσκελίσει | να έχουμε ισοσκελίσει | |
2p | έχετε ισοσκελίσει | είχατε ισοσκελίσει | θα έχετε ισοσκελίσει | να έχετε ισοσκελίσει | |
3p | έχουν ισοσκελίσει | είχαν ισοσκελίσει | θα έχουν ισοσκελίσει | να έχουν ισοσκελίσει | |
Participle: | ισοσκελίζοντας | Non-finite ‡ | ισοσκελίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αντισταθμίζω (antistathmízo, “to make balance”)