Definify.com

Definition 2024


αντισυλληπτικοί

αντισυλληπτικοί

Greek

Adjective

αντισυλληπτικοί (antisylliptikoí)

  1. Nominative masculine plural form of αντισυλληπτικός (antisylliptikós).
  2. Vocative masculine plural form of αντισυλληπτικός (antisylliptikós).