Definify.com
Definition 2025
αντισυλληπτικός
αντισυλληπτικός
Greek
Adjective
αντισυλληπτικός • (antisylliptikós) m (feminine αντισυλληπτικη, neuter αντισυλληπτικό)
Declension
positive forms of αντισυλληπτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αντισυλληπτικός | αντισυλληπτική | αντισυλληπτικό | αντισυλληπτικοί | αντισυλληπτικές | αντισυλληπτικά |
| genitive | αντισυλληπτικού | αντισυλληπτικής | αντισυλληπτικού | αντισυλληπτικών | αντισυλληπτικών | αντισυλληπτικών |
| accusative | αντισυλληπτικό | αντισυλληπτική | αντισυλληπτικό | αντισυλληπτικούς | αντισυλληπτικές | αντισυλληπτικά |
| vocative | αντισυλληπτικέ | αντισυλληπτική | αντισυλληπτικό | αντισυλληπτικοί | αντισυλληπτικές | αντισυλληπτικά |
Related terms
- see: αντισυλληπτικό n (antisylliptikó)