Definify.com
Definition 2024
αντισυλληπτικό
αντισυλληπτικό
Greek
Noun
αντισυλληπτικό • (antisylliptikó) n (plural αντισυλληπτικά)
Declension
declension of αντισυλληπτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντισυλληπτικό | αντισυλληπτικά |
genitive | αντισυλληπτικού | αντισυλληπτικών |
accusative | αντισυλληπτικό | αντισυλληπτικά |
vocative | αντισυλληπτικό | αντισυλληπτικά |
Related terms
- αντισύλληψη f (antisýllipsi, “contraception”)
- αντισυλληπτικός (antisylliptikós, “contraceptive”)
See also
- προφυλακτικό n (profylaktikó, “condom”)
- χάπι n (chápi, “pill”)
Adjective
αντισυλληπτικό • (antisylliptikó)
- Accusative masculine singular form of αντισυλληπτικός (antisylliptikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αντισυλληπτικός (antisylliptikós).