Definify.com
Definition 2024
αντισφαίριση
αντισφαίριση
Greek
Noun
αντισφαίριση • (antisfaírisi) f (uncountable)
Declension
Declension of αντισφαίριση (antisfaírisi)
singular | |
---|---|
nominative | αντισφαίριση |
genitive | αντισφαίρισης / αντισφαιρίσεως |
accusative | αντισφαίριση |
vocative | αντισφαίριση |
Related terms
- επιτραπέζια αντισφαίριση f (epitrapézia antisfaírisi, “table tennis”)