Definify.com
Definition 2024
ανυπομονησία
ανυπομονησία
Greek
Noun
ανυπομονησία • (anypomonisía) f (uncountable)
- impatience, lack of patience
Declension
Declension of ανυπομονησία (anypomonisía)
singular | |
---|---|
nominative | ανυπομονησία |
genitive | ανυπομονησίας |
accusative | ανυπομονησία |
vocative | ανυπομονησία |
Related terms
- ανυπόμονος (anypómonos, “impatient”)
Synonyms
- αδημονία f (adimonía)
Antonyms
- υπομονή (ypomoní, “patience”)