Definify.com

Definition 2024


ανώμαλους

ανώμαλους

See also: ανωμάλους

Greek

Adjective

ανώμαλους (anómalous)

  1. Accusative masculine plural form of ανώμαλος (anómalos).

Noun

ανώμαλους (anómalous) m

  1. Accusative plural form of ανώμαλος (anómalos).