Definify.com
Definition 2024
ανώμαλος
ανώμαλος
See also: ἀνώμαλος
Greek
Alternative forms
- ανώμ. (anóm.) abbreviation
Adjective
ανώμαλος • (anómalos) m (feminine ανώμαλη, neuter ανώμαλο)
- anomalous, abnormal
- ανώμαλες συνθήκες ― anómales synthíkes ― anomalous situation
- ανώμαλη κατάσταση ― anómali katástasi ― abnormal situation
- ανώμαλη προσγείωση ― anómali prosgeíosi ― hard landing
- (grammar, linguistics) irregular
- ανώμαλο ρήμα ― anómalo ríma ― irregular verb
- sexually perverted
Declension
positive forms of ανώμαλος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανώμαλος | ανώμαλη | ανώμαλο | ανώμαλοι | ανώμαλες | ανώμαλα |
genitive | ανώμαλου | ανώμαλης | ανώμαλου | ανώμαλων | ανώμαλων | ανώμαλων |
accusative | ανώμαλο | ανώμαλη | ανώμαλο | ανώμαλους | ανώμαλες | ανώμαλα |
vocative | ανώμαλε | ανώμαλη | ανώμαλο | ανώμαλοι | ανώμαλες | ανώμαλα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώμαλος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώμαλος, etc.) |
Synonyms
- (sexually perverted): διεστραμμένος (diestramménos)
Derived terms
- ανώμαλα (anómala, “abnormally”)
- ανωμαλία f (anomalía, “anomaly”)
- ανώμαλος δρόμος (anómalos drómos, “cross country running”)
Antonyms
- (abnormal): ομαλός (omalós)
Noun
ανώμαλος • (anómalos) m
- a pervert, a sexually perverted person
Declension
declension of ανώμαλος
Derived terms
- ανώμαλη f (anómali)