Definify.com
Definition 2024
απάτη
απάτη
See also: ἀπάτη
Greek
Noun
απάτη • (apáti) f (plural απάτες)
Declension
declension of απάτη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απάτη | απάτες |
genitive | απάτης | απατών |
accusative | απάτη | απάτες |
vocative | απάτη | απάτες |
Synonyms
- εξαπάτηση f (exapátisi)
- τέχνασμα n (téchnasma)
Related terms
- απατεωνιά f (apateoniá, “swindle, confidence trick”)
- απατεώνας m (apateónas, “cheat, swindler”)
- απατεώνισσα f (apateónissa, “cheat, swindler”)
- απατηλός (apatilós, “false, deceitful”)
- απατώ (apató, “to cheat, to deceive”)