Definify.com
Definition 2024
απατεώνισσα
απατεώνισσα
Greek
Noun
απατεώνισσα • (apateónissa) f (plural απατεώνισσες, masculine απατεώνας)
Declension
declension of απατεώνισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απατεώνισσα | απατεώνισσες |
genitive | απατεώνισσας | απατεωνισσών |
accusative | απατεώνισσα | απατεώνισσες |
vocative | απατεώνισσα | απατεώνισσες |
Related terms
- see: απάτη f (apáti, “deception, swindle”)