Definify.com

Definition 2024


απαγορεύομαι

απαγορεύομαι

Greek

Verb

απαγορεύομαι (apagorévomai) (simple past απαγορεύτηκα or απαγορεύθηκα, active form απαγορεύω, passive)

  1. to be forbidden
    απαγορεύεται το κάπνισμαapagorévetai to kápnisma ― no smoking

Conjugation