Definify.com

Definition 2024


απαγόρευση_κυκλοφορίας

απαγόρευση κυκλοφορίας

Greek

Alternative forms

Noun

απαγόρευση κυκλοφορίας (apagórefsi kykloforías) f (plural απαγορεύσεις κυκλοφορίας)

  1. curfew (legal restriction)

Declension

see: απαγόρευση (apagórefsi) and κυκλοφορία (kykloforía)