Definify.com
Definition 2024
κυκλοφορία
κυκλοφορία
Greek
Noun
κυκλοφορία • (kykloforía) f (uncountable)
- circulation
- σε κυκλοφορία (in circulation; on the market)
- από την κυκλοφορία (out of circulation)
- traffic
Declension
Declension of κυκλοφορία (kykloforía)
singular | |
---|---|
nominative | κυκλοφορία |
genitive | κυκλοφορίας |
accusative | κυκλοφορία |
vocative | κυκλοφορία |
Related terms
- κυκλοφορικός (kykloforikós, “circulatory”)
- απαγόρευση κυκλοφορίας f (apagórefsi kykloforías, “curfew”)