Definify.com
Definition 2024
απασχόληση
απασχόληση
Greek
Noun
απασχόληση • (apaschólisi) f (plural απασχολήσεις)
Declension
declension of απασχόληση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απασχόληση | απασχολήσεις |
genitive | απασχόλησης / απασχολήσεως | απασχολήσεων |
accusative | απασχόληση | απασχολήσεις |
vocative | απασχόληση | απασχολήσεις |
Related terms
- απασχολημένος (apascholiménos, “busy”, participle)
- απασχόληση f (apaschólisi, “work, employment”)